σταλίτις

σταλίτις
-ίτιδος, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. στηλῑτις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στηλίτης — ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῑτις, ίτιδος Α (κατά την αρχαιότητα) άτομο τού οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω σε στήλη για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών του νεοελλ. 1. μοναχός που ασκητεύει πάνω σε στήλη, αλλ. στυλίτης 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”